- ευλαβικός
- dindar, mümin, sofu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ευλαβικός — ή, ό [ευλαβής] αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται με ευλάβεια. επίρρ... ευλαβικώς και ά ευλαβώς, με τρόπο ευλαβή … Dictionary of Greek
ευλαβικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σέβεται και το Θεό και τους συνανθρώπους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευλαβητικός — ή, ό (ΑΜ εὐλαβητικός, ή, όν) [ευλαβής] νεοελλ. μσν. ευλαβικός, ευσεβής («για μια ευλαβητικότατη κυρία, οπού αύριο θα κάμει αρτοπλασία», Λασκαρ.) αρχ. προσεκτικός, προφυλακτικός, προνοητικός («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας»,… … Dictionary of Greek
ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς … Dictionary of Greek
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
κυρά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ασκήτεψε μαζί με τη Μαράνα. Η μνήμη τους τιμάται στις 28 Φεβρουαρίου. * * * και κερά, η (Μ κυρά και κερά) 1. οικοδέσποινα, αφέντρα («τήν έδιωξε η κυρά της») 2. σύζυγος («πάω στην κυρά μου») 3. γιαγιά, μάμμη 4.… … Dictionary of Greek